εξιδρωματικός

εξιδρωματικός
η , όν мед. экссудативный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξιδρωματικός" в других словарях:

  • εξιδρωματικός — ή, ό [εξίδρωμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξίδρωμα («εξιδρωματική πλευρίτιδα») 2. αυτός που πάσχει από εξίδρωμα …   Dictionary of Greek

  • εξιδρωματικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εξίδρωμα (βλ. λ.). 2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από εξίδρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»